1 γάνος, -εος, τό


I 1resplandor, brillo Sapph.20.2, Hsch., Sch.Ar.Pl.166, EM 221.15G.

2 fig. orgullo, motivo de alegría, alegría ἀρχαῖον γ. de la victoria argiva en Troya, A.A.579, στάζει ἐνὶ κραδίῃ γλυκερὸν γ. Opp.H.1.275, cf. Aristid.Or.18.4, ἐμὸν γ. Aristaenet.2.21.24.

II de líquidos, esp. de agua y vino frescor, limpidez, transparencia κρηναῖον γ. A.Pers.483, Lyc.247, διόσδοτον γ. lluvia A.A.1392, ἀμπέλου γ. vino A.Pers.615, cf. Ar.Ra.1320, βότρυος ... γ. E.Ba.261, Διονύσου γ. E.Cyc.415, Βάκχε γάνος AP 6.158, γ. τόδε ... ἐπὶ τέρψιν πάντας ἄγει Philox.Leuc.(c) 3, cf. IG 22.3783.5 (II a.C.), de la miel γ. ... μελίσσης E.IT 634
de ahí por meton. agua ref. ríos Ἀσωποῦ με δέξεται γ. E.Supp.1149, καθαρὸν γ. Ἠριδάνοιο Call.Fr.458, Βηφύρου γ. Lyc.274, cf. 946, 1365.
• Etimología: V. γάνυμαι.