1 γάνος, -εος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
I
2 fig. orgullo, motivo de alegría, alegría
ἀρχαῖον γ.de la victoria argiva en Troya, A.A.579,
στάζει ἐνὶ κραδίῃ γλυκερὸν γ.Opp.H.1.275, cf. Aristid.Or.18.4,
ἐμὸν γ.Aristaenet.2.21.24.
II de líquidos, esp. de agua y vino frescor, limpidez, transparencia
κρηναῖον γ.A.Pers.483, Lyc.247,
διόσδοτον γ.lluvia A.A.1392,
ἀμπέλου γ.vino A.Pers.615, cf. Ar.Ra.1320,
βότρυος ... γ.E.Ba.261,
Διονύσου γ.E.Cyc.415,
Βάκχε γάνοςAP 6.158,
γ. τόδε ... ἐπὶ τέρψιν πάντας ἄγειPhilox.Leuc.(c) 3, cf. IG 22.3783.5 (II a.C.), de la miel
γ. ... μελίσσηςE.IT 634
•de ahí por meton. agua ref. ríos
Ἀσωποῦ με δέξεται γ.E.Supp.1149,
καθαρὸν γ. ἨριδάνοιοCall.Fr.458,
Βηφύρου γ.Lyc.274, cf. 946, 1365.
• Etimología: V. γάνυμαι.